αλισματίδες

αλισματίδες
(alismaceae). Οικογένεια ελόβιων μονοκότυλων. Περιλαμβάνει φυτά υδροχαρή, ποώδη, λεία, με φύλλα μακρόμισχα που φέρουν κολεό. Έχει άνθη ακτινωτά, αρσενικά και θηλυκά μαζί, που έχουν τρία σέπαλα και τρία πέταλα. Ο καρπός τους είναι συγκάρπιο από πολλά μονόσπερμα ή πολύσπερμα καρπίδια. Υπάρχουν περίπου 130 είδη που κατατάσσονται σε διάφορα γένη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαγκιταρία — και σαγιτταρία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αλισματίδες τής τάξης αλισματώδη, με 20 περίπου είδη υδροχαρών πολυετών ποών τών εύκρατων και τροπικών περιοχών τής Γής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”